εργαλειοφόρος

εργαλειοφόρος
-ο
1. αυτός που μεταφέρει εργαλεία
2. το αρσ. ως ουσ. ο εργαλειοφόρος
εργαλειοθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”